τσουβαλιάζω

τσουβαλιάζω
τσουβάλιασα, τσουβαλιάστηκα, τσουβαλιασμένος
1. βάζω στο τσουβάλι, συσκευάζω σε σακί, σακιάζω: Τσουβάλιασα τα σαπούνια.
2. μτφ., παρασύρω, παραπλανώ, καταφέρνω, τυλίγω: Τσουβάλιασε τον πατέρα του και αυτός του αγόρασε αυτοκίνητο.
3. φυλακίζω, κλείνω στο κρατητήριο: Τον τσουβάλιασαν για άδικη επίθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσουβαλιάζω — τσουβαλιάζω, τσουβάλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσουβαλιάζω — Ν [τσουβάλι] 1. βάζω στο τσουβάλι («τσουβαλιάζω τα άχυρα») 2. μτφ. α) παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («τόν τσουβάλιασαν» β) συλλαμβάνω και φυλακίζω («τούς τσουβάλιασαν όλους χθες το βράδυ καθώς έπαιζαν χαρτιά») …   Dictionary of Greek

  • τσουβάλιασμα — το, Ν [τσουβαλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουβαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • σακιάζω — Ν [σάκος] βάζω κάτι μέσα στον σάκο, σακουλιάζω, τσουβαλιάζω («σακιάζω το στάρι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”