- τσουβαλιάζω
- τσουβάλιασα, τσουβαλιάστηκα, τσουβαλιασμένος1. βάζω στο τσουβάλι, συσκευάζω σε σακί, σακιάζω: Τσουβάλιασα τα σαπούνια.2. μτφ., παρασύρω, παραπλανώ, καταφέρνω, τυλίγω: Τσουβάλιασε τον πατέρα του και αυτός του αγόρασε αυτοκίνητο.3. φυλακίζω, κλείνω στο κρατητήριο: Τον τσουβάλιασαν για άδικη επίθεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.